Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
General
(34563 entries)
pavement
πεζοδρόμιο
pay
πληρώνω
pay agreement
συμ φωνία αμοιβής
Pay and Allowances Unit
Μονάδα Μισθοδοσίας
pay any days of leave not taken as
(extra)
days worked, to
αποζημιώνω τις μη λαμβανόμενες ημέρες της αδείας ως ημέρες πραγματικής υπηρεσίας
pay up front
πληρώνω ευθύς εξαρχής
payable
πληρωτέος
paying
(or settling)
administration
υπηρεσία διακανονισμού
paying agent
γραφείο εξουσιοδοτημένο να προβαίνει σε πληρωμές
paying agent
πράκτωρ εξουσιοδοτημένος να προβαίνει σε πληρωμές
paying office
πράκτωρ εξουσιοδοτημένος να προβαίνει σε πληρωμές
payload ratio
αναλογία ωφελίμου φορτίου
payload weight
βάρος του ωφελίμου φορτίου
payment authorization
ένταλμα πληρωμής
payment by instalments
πληρωμές σταδιακής εξόφλησης
payment in advance
προπληρωμή
payment in ecu of the remuneration
καταβολή των αμοιβών σε Ecu
payment of arrears of contributions
επιστροφή της εισφοράς
payment of balance
πληρωμή του υπολοίπου
payment of financial assistance
πληρωμή της χρηματοδοτικής συνδρομής
Get short URL